ολοφυτικός

ολοφυτικός
-ή, -ό
(κυρίως για τα φυτά) ολοτροφικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. holophytic < ολ(ο)-* + φυτικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • ολοτροφικός — ή, ό 1. βιολ. (για οργανισμό) αυτός ο οποίος τυπικά συνθέτει όλα τα οργανικά συστατικά του από ανόργανα υποστρώματα με τη διαδικασία τής φωτοσύνθεσης, όπως είναι λ.χ. τα φυτά, αλλ. αυτότροφος, ολοφυτικός και φωτοτροφικός 2. ζωολ. (για αρπακτικό)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”